- σχεδεκδότης
- ὁ, Αεκδότης.[ΕΤΥΜΟΛ. < σχέδη + ἐκδότης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σχεδεκδότης — editor masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχεδεκδόταις — σχεδεκδότης editor masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)